- ξεμπρατσώνω
- 1. γυμνώνω τα μπράτσα κάποιου2. (συν. το μέσ.) ξεμπρατσώνομαια) γυμνώνω τα μπράτσα μου, τους βραχίονες μου, ξεμανικώνομαιβ) επιχειρώ να κάνω κάτι με αποφασιστικότητα, ανασκουμπώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(έ)-* + μπράτσο].
Dictionary of Greek. 2013.