ξεμπρατσώνω

ξεμπρατσώνω
1. γυμνώνω τα μπράτσα κάποιου
2. (συν. το μέσ.) ξεμπρατσώνομαι
α) γυμνώνω τα μπράτσα μου, τους βραχίονες μου, ξεμανικώνομαι
β) επιχειρώ να κάνω κάτι με αποφασιστικότητα, ανασκουμπώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(έ)-* + μπράτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεμπράτσωτος — η, ο [ξεμπρατσώνω] αυτός που έχει ακάλυπτα τα μπράτσα του ή αυτός που φορά ένδυμα χωρίς μανίκια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”